βοϊδόγλωσσον (το)
στη βοτανική βούγλωσσον, κοινώς βοϊδόγλωσσα. Είναι φυτό φαρμακευτικό.
Από γιατροσόφι: “Μάζωξε τον Μάιον τα φύλλα της παπαρούνας, κάμε τα σκόνην και όταν πλευριτωθεί τινάς, δίδε του να πίει ανά μισή δράγμα με νερόν του βοϊδολώσσου …” (Η Λαϊκή Ιατρική τη Λευκάδα, σελ 204).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βοϊδόγλωσσος /ὁ/ = τὸ φυτὸν βούγλωσσον, ἄγχουσα ἡ φαρμακευτική, ἔχιον, λύκοψις τοῦ Διοσκουρίδου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης