τσιγκρί (το)
η λέξη απαντάται στον πληθυντικό: τα τσιγκριά: Είναι δύο σανιδένιες τετράγωνες πλάκες 40X30 εκ. που η καθεμιά τους έχει στην εσωτερική της πλευρά όρθιες συρμάτινες ακίδες. Μ΄ αυτές τις δυο πλάκες έγραιναν (=ξάνοιγαν) το πρόβειο μαλλί, για να κάμουν τουλούπες: τοποθετούν τα μαλλιά ανάμεσα στις δυο πλάκες και ξεσέρνουν την απάνω προς το μέρος τους κι η άλλη μένει από κάτω ακίνητη, την ακινητοποιεί με τα πόδια της η νοικοκυρά χρησιμοποιώντας ένα μακρύ ξύλο που συνδέει την κάτω πλάκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιγκρὶ /τὸ/ (σὺν-γραίνω) = ἑκατέρα τῶν σανιδίνων πλακῶν (φερουσῶν κατὰ τὴν μίαν πλευρὰν συρματίνας ἀκίδας) διὰ τῶν ὁποίων ἀντιθέτως συρομένων ἐπ’ ἀλλήλων γραίνεται τὸ ἔριον.
Τσιγκρία = 1. μεγάλες κατακόρυφες πέτρες μέ αἰχμηρές καταλήξεις σέ κορυφές βουνῶν,
2. ἐργαλεῖον ἀπό δύο τετράγωνες πλάκες μέ ψιλά καί πυκνά ἀτσάλινα ἀγκίδια πού συρόμενη ἡ μία ἐπί τῆς ἄλλης ξάνουν τό μαλλί.