θεοσκοτωμένος (ο)
εκείνος που θα έπρεπε να αφανιστεί από το Θεό.
Κατάρα: “Μωρέ θεοσκοτωμένε …”, “Μωρέ παιδάκι μου, αυτός ο θεοσκοτωμένος δεν άφηκε κότα για κότα στη γειτονιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θεοσκοτωμένος -η -ο (θεὸς-σκοτόω) = θεοσκοτισμένος, θεότυφλος, ποὺ νὰ τὸν θανατώσῃ ὁ Θεός;
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης