στογός (ο)
σωριασμένος φύρδην-μίγδην πράγματα, ιδίως είδη ρουχισμού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στογὸς /ὁ/ (Ἰ. stucco, Σ. stog) = ὄγκος ἐστοιβαγμένων πραγμάτων (ἰδίᾳ εἰδῶν ἱματισμοῦ).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης