σταλ(ι)κοποδιάζω
Σταλικοποδιάζω (σταλὶς-ποῦς) = καταπονοῦμαι εἰς ὀρθοστασίαν ἀναμονῆς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σταλικοποδιάζομαι § Μέσ. κουράζομαι τοὺς πόδας ἱστάμενος.
Σημ. ἐκ τοῦ στήληξ (- στήλη) καὶ ποῦς
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου