Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταλ(ι)κοποδιάζω

Σταλικοποδιάζω (σταλὶς-ποῦς) = καταπονοῦμαι εἰς ὀρθοστασίαν ἀναμονῆς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σταλικοποδιάζομαι § Μέσ. κουράζομαι τοὺς πόδας ἱστάμενος.

Σημ. ἐκ τοῦ στήληξ (- στήλη) καὶ ποῦς

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.