αντρίτος ή ντρίτος (ο)
ειλικρινής, ευθύς, ανυστερόβουλος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντρίτος -α -ο: (Ἰ. a diritto, Ἀλ. dρέjτε) = εὐθύς, εἰλικρινής, ἀνυστερόβουλος.
Ντρίτος -α -ο (Ἰ. dritto, diretto, Ἀλ. dρέjτε) = εὐθύς, ἄκαμπτος, εἰλικρινής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ντρίτος-α -ο: εὐθύς, κατ’ εὐθείαν, (ΒΕΝ. diritto, dritto).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου