σεκβεστάδος και σεκβεστράδος
(βενετ. sequestrado, ιταλ. sequestrato): φυλακισμένος, υπό περιορισμό, υπό κατάσχεση
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(βενετ. sequestrado, ιταλ. sequestrato): φυλακισμένος, υπό περιορισμό, υπό κατάσχεση