παρακαλιά (η)
άμισθη αλληλοβοήθεια μεταξύ των γεωργών στα χωριά της Λευκάδας.
Συντρέχουν τους πιο φτωχούς, τις χήρες, τα θύματα πολέμου κ.λπ. Σε γεωργικές δουλειές και σε κάθε χρεία, π.χ. τους σκάβουν τ΄αμπέλια, τους οργώνουν τα χωράφια, τους ξαναχτίζουν το σπίτι που κάηκε, τους αγοράζουν ή τους αντικαθιστούν άλογο που ψόφησε κ.λπ. (Γεωργικά Λευκάδας, σελ. 105).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παρακαλιὰ /ἡ/ (παρὰ-καλῶ) = ὁμαδικὴ ἄμισθος ἐργατικὴ ἀρωγὴ συνειθιζομένη εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις παρὰ τοῖς χωρικοῖς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παρακαλιά = ὁμαδική βοήθεια γιά τό σκάψιμο τῶν κτημάτων, πηγαίνουν διαδοχικῶς τήν μιά μέρα στόν ἕνα καί τήν ἄλλην στόν ἄλλον.