Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζεματάω (μεταβατικό)

καίω με καυτό υγρό άνθρωπο ή ζώο.
Μεταφορικά: “Θα σε ζεματίσω εγώ, έγνοια σου”. = θα σ΄ εκδικηθώ, θα σε τιμωρήσω.
Αμετάβατο = καίω, είμαι πολύ ζεστός, έχω πυρετό: “ζεματίστηκα απ΄ το τηγανόλαδο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζεματάω -ίζω (ζέον ἵημι) = περιβρέχω μὲ ζέον ὑγρόν, προξενῶ ἐγκαύματα, προξενῶ πόνον ἢ σοβαρὰν βλάβην.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.