ζεματάω (μεταβατικό)
καίω με καυτό υγρό άνθρωπο ή ζώο.
Μεταφορικά: “Θα σε ζεματίσω εγώ, έγνοια σου”. = θα σ΄ εκδικηθώ, θα σε τιμωρήσω.
Αμετάβατο = καίω, είμαι πολύ ζεστός, έχω πυρετό: “ζεματίστηκα απ΄ το τηγανόλαδο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζεματάω -ίζω (ζέον ἵημι) = περιβρέχω μὲ ζέον ὑγρόν, προξενῶ ἐγκαύματα, προξενῶ πόνον ἢ σοβαρὰν βλάβην.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης