Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πρέζα (η)

μικρή ποσότητα πράγματος. Οι παλιοί έλεγαν: “δώσ΄ μου νια πρέζα ταμπάκο” κι ακόμα: “νια πρέζα λάπατα“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πρέζα /ἡ/ (Ἰ. presa) = λῆψις, δοκιμή, ἐλαχιστημόριον πράγματός τινος: «νιὰ πρέζα ταμπάκο», «νιὰ πρέζα λάχανα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.