σβώλος -ί καί σβόλος
σβώλος, βώλος. φράσεις: “το τυρί έγινε σβωλιά-σβωλιά” – “το χωράφι θέλει κι άλλο όργωμα, είναι σβωλιά-σβωλιά” – “ένα σβωλί αλάτι να ρίξεις, κι ένα σβωλί πιπέρι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σβῶλος καί Σβόλος -ὶ /ὁ/ (βῶλος) = τεμάχιον εὐθρύπτου πράγματος: «ἕνα σβῶλο χῶμα».
Σβωλὶ /τὸ/ (βῶλος) = μικρὸν τεμάχιον εὐθρύπτου πράγματος: «ἕνα σβωλὶ ζάχαρη».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σβῶλος, § ἰδ. βῶλος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου