Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σβώλος -ί καί σβόλος

σβώλος, βώλος. φράσεις: “το τυρί έγινε σβωλιά-σβωλιά” – “το χωράφι θέλει κι άλλο όργωμα, είναι σβωλιά-σβωλιά” – “ένα σβωλί αλάτι να ρίξεις, κι ένα σβωλί πιπέρι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σβῶλος καί Σβόλος -ὶ /ὁ/ (βῶλος) = τεμάχιον εὐθρύπτου πράγματος: «ἕνα σβῶλο χῶμα».

Σβωλὶ /τὸ/ (βῶλος) = μικρὸν τεμάχιον εὐθρύπτου πράγματος: «ἕνα σβωλὶ ζάχαρη».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σβῶλος, § ἰδ. βῶλος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.