πλα(γι)αίνω
Πλααίνω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι, κοιμῶμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πλαγένω καί πλαγιένω = πλαγιάζω, κοιμᾶμαι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και πλααίνω ή πλαγιάζω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πλααίνω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι, κοιμῶμαι.
Πλαγένω καί πλαγιένω = πλαγιάζω, κοιμᾶμαι.
βλ. και πλααίνω ή πλαγιάζω