Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαλοσκάψιμο (το)

το όργωμα του χωραφιού που γίνεται μια φορά και όχι με επιμέλεια. Το πρόχειρο σκάψιμο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκαλοσκάψ(ι)μο /τὸ/ (σκάλλω-σκάπτω) = ἡ ἐφάπαξ καλλιέργεια τοῦ ἀπὸ ἔτους χέρσου κτήματος ἀντὶ τῆς διπλῆς (ἓν σκάψιμον καὶ ἓν σκάλισμα).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.