σκαλοσκάψιμο (το)
το όργωμα του χωραφιού που γίνεται μια φορά και όχι με επιμέλεια. Το πρόχειρο σκάψιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαλοσκάψ(ι)μο /τὸ/ (σκάλλω-σκάπτω) = ἡ ἐφάπαξ καλλιέργεια τοῦ ἀπὸ ἔτους χέρσου κτήματος ἀντὶ τῆς διπλῆς (ἓν σκάψιμον καὶ ἓν σκάλισμα).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης