σκορδάκι 29 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκορδάκι /τὸ/ (ἄσκαρος, scorrere; scortare;) = πάθησις τοῦ ὀφθαλμοῦ, κερατῖτις.