μάρε
η μάνα, η μητέρα. Η λέξη χρησιμοποιούνταν παλιότερα στη Χώρα και κυρίως μεταξύ των αρχοντικών οικογενειών: “Που ΄ναι γιε μ΄, η σιόρα μάρε σου;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάρε /ἡ/ (Ἰ. madre) = ἡ μητέρα: «ποῦνε γυιέμ’ ἡ σιόρα μάρε σου;».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης