Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λότζα (η)

το υπόστεγο, η στοά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λότζα /ἡ/ (Ἰ. loggia, Σ. λόdζα, Ἀλ. λόνdσε-α) = στοά, πρόστοον, ὑπόστεγον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


λότζα (ἡ): ἰσόγειος χῶρος, ὑπόστεγος καί ὑπόστυλος, στοά, (ΒΕΝ. loza, logia, IT. loggia).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Ένα Σχόλιο

  1. κωνσταντινος φαριδης - Απάντηση

    lòggia s. f. [dal fr. loge «capanna, piccola stanza», che è il lat. tardo laubia, dato nei glossarî come equivalente del gr. σκηνή «tenda, padiglione», a sua volta dal franco *laubja «pergola, chiosco» (cfr. il lomb. lòbia «loggia»); il sign. architettonico si è sviluppato in ital., mentre il sign. 4 viene, attraverso il francese, dall’ingl. lodge] (pl. -ge).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.