σκουλίδα (η)
- δέσμη ακατέργαστου λιναριού μετά την αφαίρεση του λιναρόσπορου. Η σκυλίδα αποτελείται από 4-5 σκ΄λιά. 4 σκυλίδες έκαναν ένα δεμάτι
- κατεργασμένο λινάρι έτοιμο για γνέσιμο. Μια σκουλίδα είχε 3-4 σκ΄λιά
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκ(ου)λί -δα /τὸ, ἡ/ (σκόλυς) = χειροδέσμη κατειργασμένου λιναριοῦ. «ἕνα σκλὶ λνάρ», «νιὰ σκλίδα λνάρ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Επαμεινώνδας Λουκας -
Σκουλιδα στην Άνδρο αποκαλείται η οχια