λιγκόνι (το)
- μικρόσωμα κοκκινωπά μυρμήγκια που εισχωρούν άνετα στα σπίτια
- υπάρχουν και μεγάλα λιγκόνια που ζουν σε κουφάλες δέντρων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)γκόνι καί λ(υ)γκόνι /τὸ/ (Ἰ. leccone, Ἀλ. μελjινγόνjε -α) = ποικιλία μικροσώμου, ἀνοικτοχρώμου ἀλλὰ καὶ ἀδηφάγου μύρμηκος ἐμφανιζομένου αἰφνιδίως καὶ εἰς πολυάριθμα σμήνη εἰς τὰ ὀψοφυλάκια καὶ τἀ ἐρμάρια τῶν οἰκιῶν.
Λυγκόνι
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λιγκώνι = 1. κοκκινωπό, μικροσκοπικό μυρμήγκι πού παρουσιάζονται μέσα στό σπίτι,
2. ἄλλο εἶδος πιό μεγάλου πού ἐμφωλεύει στούς ξερούς κορμούς δέντρων.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής