κορμαριά (η)
το μεγάλο κορμί, ο αναπτυγμένος σωματικά άνθρωπος.
Η λέξη συνταυτίζεται με την έννοια της σοβαρότητας και της εντιμότητας του ανθρώπου. Γι΄ αυτό όποιος κάνει πράξεις αντίθετες προς αυτά, π.χ. να δείρει ένα παιδί, να βρίσει ένα γέροντα και επιπλήττεται, του λένε: “Δεν ντρέπεσαι τ΄ν κορμαριά σου;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορμαριὰ (κορμὸς-αἵρω) = αἱ διαστάσεις τοῦ κορμοῦ, τὸ μέγεθος τοῦ ἀναστήματος. «δὲ ντρέπεσαι τν κορμαριά σου».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης