γόμπ(ι)ρας (ο)
ο κακομοίρης, ο ραχιτικός, κοντός και άθλιος, κοινώς γόμπρας. (γόμπιρας)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γόμπ(ι)ρας /ὁ/ (Ἰ. gobbo) = ῥαχιτικός, καμπούρης, ἀτροφικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης