σκ(ου)λ(η)κιάζω
Σκ(ου)λ(η)κιάζω (σκλκιάζω) = παράγω σκώληκας λόγῳ ἀποσυνθέσεως, γεμίζω ἀπὸ σκουλήκια.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκ(ου)λ(η)κιάζω (σκλκιάζω) = παράγω σκώληκας λόγῳ ἀποσυνθέσεως, γεμίζω ἀπὸ σκουλήκια.