Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορμαριά (η)

το μεγάλο κορμί, ο αναπτυγμένος σωματικά άνθρωπος.
Η λέξη συνταυτίζεται με την έννοια της σοβαρότητας και της εντιμότητας του ανθρώπου. Γι΄ αυτό όποιος κάνει πράξεις αντίθετες προς αυτά, π.χ. να δείρει ένα παιδί, να βρίσει ένα γέροντα και επιπλήττεται, του λένε: “Δεν ντρέπεσαι τ΄ν κορμαριά σου;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορμαριὰ (κορμὸς-αἵρω) = αἱ διαστάσεις τοῦ κορμοῦ, τὸ μέγεθος τοῦ ἀναστήματος. «δὲ ντρέπεσαι τν κορμαριά σου».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.