κοντράττο (το)
σύμβαση, συμφωνητικό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοντράττο /τὸ/ (Ἰ. contratto) = σύμβασις, συμφωνητικόν, συμβόλαιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σύμβαση, συμφωνητικό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοντράττο /τὸ/ (Ἰ. contratto) = σύμβασις, συμφωνητικόν, συμβόλαιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης