Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπάτ΄- μπάτ΄(μπάτι) (επίρρ.)

γλήγορα, γλήγορα. Φράση: “Αρχισε να ψιχαλίζει, κι επέσαμε με τα μούτρα, μπατ΄μπάτ΄κι μαζέψαμε τις ελιές”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπάτ(ι)-μπάτ(ι) /ἐπίρ./ (Ἰ. battere) = χτύπα-χτύπα, ἐπαλλήλως, γρήγορα-γρήγορα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Που θα πει βιαστικά. “Έφαγε – λέμε – μπατ-μπατ”. Στο χωριό δε βάζουμε -ι- (μπάτι), το προφέρουμε ως μονοσύλλαβο δε ξέρουμε -φυσικά πως προέκυψε.
Δεν είναι ανάλογο του μάνι-μάνι (αυτό από το ιταλικό dimano, in mano). τσίμα-τσίμα (ιταλικό κι αυτό) κ.α.
Έχομε και το “μόνε-μόνε” (μόνον), το λένε πολύ στην Καρυά, ίσα-ίσα.
Ακόμα: τσάκα-τσάκα (το τσακ, ηχομιμητικό “στο τσακ” έμε, στη στιγμή. Το τσάκα, θα πει δόκανο, λέει ο Δημητράκος.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μπάτι-μπάτι = πολύ γρήγορα κάτι πού πρέπει νά γίνεται πολύ γρήγορα (χέρι-χέρι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.