μπάτ΄- μπάτ΄(μπάτι) (επίρρ.)
γλήγορα, γλήγορα. Φράση: “Αρχισε να ψιχαλίζει, κι επέσαμε με τα μούτρα, μπατ΄μπάτ΄κι μαζέψαμε τις ελιές”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπάτ(ι)-μπάτ(ι) /ἐπίρ./ (Ἰ. battere) = χτύπα-χτύπα, ἐπαλλήλως, γρήγορα-γρήγορα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Που θα πει βιαστικά. “Έφαγε – λέμε – μπατ-μπατ”. Στο χωριό δε βάζουμε -ι- (μπάτι), το προφέρουμε ως μονοσύλλαβο δε ξέρουμε -φυσικά πως προέκυψε.
Δεν είναι ανάλογο του μάνι-μάνι (αυτό από το ιταλικό dimano, in mano). τσίμα-τσίμα (ιταλικό κι αυτό) κ.α.
Έχομε και το “μόνε-μόνε” (μόνον), το λένε πολύ στην Καρυά, ίσα-ίσα.
Ακόμα: τσάκα-τσάκα (το τσακ, ηχομιμητικό “στο τσακ” έμε, στη στιγμή. Το τσάκα, θα πει δόκανο, λέει ο Δημητράκος.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπάτι-μπάτι = πολύ γρήγορα κάτι πού πρέπει νά γίνεται πολύ γρήγορα (χέρι-χέρι).