φλουέντσα (η)
γριππώδης κατάσταση, ακατάσχετο συνάχι. Κατάρα: “να σε πιάσ΄ κακή φλουέντσα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φλ(ου)έντσα /ἡ/ (Ἰ. influenza) = καταρροή, γρίππη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
γριππώδης κατάσταση, ακατάσχετο συνάχι. Κατάρα: “να σε πιάσ΄ κακή φλουέντσα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φλ(ου)έντσα /ἡ/ (Ἰ. influenza) = καταρροή, γρίππη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης