κεφαλιακό (το)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεφαλιακὸ /τὸ/ (κεφάλαιον) = οἶνος ἀμιγὴς προερχόμενος ἐκ ζυμώσεως τοῦ γλεύκους μετὰ τῶν στεμφύλων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κεφαλιακό = 1. τό γνήσιο ἀνόθευτο καί βαρύ κρασί,
2. φόρος κατά κεφαλή.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής