κριαρώνομαι
λέγεται σε πάλη μεταξύ κριαριών που συγκρούονται, κουντριώνται, με τα κέρατα.
Και μτφ: για τους ανθρώπους που συγκρούονται: ΒΑΛ. Φωτεινός: “και τούπε πως εσμίξανε και πως κριαρωθήκαν / μέσα σ΄ αυτό το στένωμα για τη σκλαβιά του κόσμου / δυο πολέμαρχοι φοβεροί …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κριαρώνομαι (κριὸς) = συγκρούομαι διὰ τῶν κεράτων (λέγεται ἐπὶ μονομαχίας κριῶν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης