Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάκοψος -η – ο

  1. για τα όσπρια: όταν δεν βράζουν καλά. “Αυτή η φακή που πήρες είναι κάκοψη, σα σκάγια έμεινε.”.
  2. λέγεται και για τους ανθρώπους που είναι σκληροί, παλικαράδες και τολμηροί. “Ξέρεις, εγώ είμαι κάκοψος, μην τα βάζεις μαζί μου”.
    ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Β΄: 188: “-εμείς οι παληοκλέφτες / έχομε σάρκα κάκοψη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάκοψος -η -ο (κακὸς-ἔψω) = δυσκολόβραστος, σκληρὸς (ἐπὶ ὀσπρίων).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Κάκοψο = κάτι πού δέν εἶναι βραστερό, τά ρεβύθια ἦταν κάκοψα, (τά ρεβύθια ἦταν σκληρά, δέν ἔβραζαν).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Κάκοψα, τα: (επί οσπρίων) = τα δυσκολόβραστα και δυσκολοχώνευτα. Ετυμ. κακός + έψω ή εψέω-εψήσω-ήψησα = βράζω, ψήνω, εξ ού και εψανός ή εφθός είναι ο «κάλοψος» σπόρος, ο εύκολος προς έψησιν. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιωαν. Σταματάκου).

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.