ἤμορο
Ἤμορο /τὸ/ (γῆ-μείρω) = γήμορον, γεώμορον, τὸ ποσοστὸν τῶν παραχθέντων καρπῶν ποὺ δίδει ὁ καλλιεργητὴς εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ κτήματος ὡς ἀποζημίωσιν διὰ τὴν ἐκμετάλλευσίν του.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἤμορο /τὸ/ (γῆ-μείρω) = γήμορον, γεώμορον, τὸ ποσοστὸν τῶν παραχθέντων καρπῶν ποὺ δίδει ὁ καλλιεργητὴς εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ κτήματος ὡς ἀποζημίωσιν διὰ τὴν ἐκμετάλλευσίν του.