ἤμουνα
Ἤμουνα § ἤμην (παρατατ. τοῦ εἰμί).
Σημ. ὁ χρόνος αὗτος τοῦ ῥήματος κλίνεται ἰδιορρύθμως οὕτως: ἤμουν(α), ἤσουν(ε), ἤταν(ε), ἠμάστε(νε), ἠσάστε(νε), ἤτα(νε). Καὶ ἐν γένει τὰς αὐτὰς μεταβολὰς πάσχουσι καὶ πάντα τὰ παθ. ῥήματα, οἷον· ἐλεγόμουν(α), ἐλεγόσου(νε), ἐλεγόντα(νε), κτλ. (ἰδ. ἐμένα).