ήκουσμα (το)
άκουσμα, παράδειγμα, χτυπητή πληροφορία ή είδηση, σημαντικό γεγονός.
“Θα πάει ήκουσμα” – “Αν γίνει αυτό … θα πάει ήκουσμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἤκουσμα /τὸ/ (άκούω) = ἄκουσμα, παράδειγμα, συγκίνησις τῆς κοινῆς γνώμης. «θὰ σὲ σκοτώσω καὶ θὰ σκοτωθῶ νὰ μείν’ ἤκουσμα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καρσάνικο ιδίωμα, που το χρησιμοποιούμε οσάκις θέλουμε να τονίσουμε ότι κάτι θα προκαλέσει έκπληξη. “Θα πάει ήκουσμα”, λέμε. Απλό γραμματικό, αφού σχηματίζεται από τον αόριστο του ακούω με χρονική αύξηση (άκουσμα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης