Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκαβελές (ο), θηλ. η γκαβέλω

ο αλλήθωρος, γκαβέλιας ή γκαβέλιακας

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γκαβελὲς -έλω (Σκαμβός, Ἀ.Τ. χάβλ, Ἰ. cavare) = παραβλώψ, στραβίζων, ἀλλοίθωρος, τυφλός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.