Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πιτσ(ι)γάρω

Πιτσ(ι)γάρω (Ἰ. pizzicare) = κεντρίζω, τσιμπῶ, ἐρεθίζω, περιάγω εἰς ἀδιέξοδον.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.