γανώζω -νω και γανόνω
λερώνω, μαυρίζω, μουντζουρώνω, αλλά έχει και την αντίθετη έννοια: σημαίνει το καθάρισμα και το γυάλισμα χαλκωμάτων: οι πλανόδιοι γανωματήδες ή καλατζήδες (μια φορά κι έναν καιρό …) φώναζαν: “χαλκώματα να γανώσομε …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γανώζω -νω (γανάω) = κηλιδώνω, ἀμαυρώνω, λερώνω, μουντζουρώνω (μετέπεσεν εἰς ἔννοιαν ἀντίθετον τῆς ἀρχικῆς του).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γανόνω § ῥυπόω, ἐξ οὗ γάνωμα = ῥύπωσις.
Σημ. Ἐκ τοῦ γανόω (Σύλλ. 11) κατ᾿ ἀντίφασιν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου