βουζώνω
βουλώνω το στόμιο ενός δοχείου. Του βάνω το βούλωμα του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Β(ου)ζώνω (Ἰ. buso, Ἀλ. bούζε -α) = πωματίζω, βουλώνω στόμιον δοχείου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βουλώνω το στόμιο ενός δοχείου. Του βάνω το βούλωμα του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Β(ου)ζώνω (Ἰ. buso, Ἀλ. bούζε -α) = πωματίζω, βουλώνω στόμιον δοχείου.