απαντάω
εκτός από τις κοινές έννοιες: συναντώ, αποκρίνομαι, έχει και την έννοια του προστατεύω, υπερασπίζομαι: “Το χωράφι απαντιέται, το ΄χομε για βοσκή”.
Έβαναν μάλιστα και ειδικά σύμβολα απαγόρευσης, κατά το εθιμικό δίκαιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπαντάω: (ὑπ-ἀπὸ-ἀντάω) = συναντῶ, ἀποκρίνομαι, ἀπαγορεύω, ὐπερασπίζομαι, «τὸ χωράφ’ ἀπαντιέται γιὰ λ’βάδι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀπαντάω = ἀπαγορεύω τήν βοσκή στό κτῆμα μου, ἀπαντάω τό ἀμπέλι μου (δέν ἐπιτρέπω νά βόσκουν ξένα ζῶα σέ αὐτό).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής