Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκίδα (η)

βελονοειδής, μικρή σκίζα ξύλου που απρόβλεπτα μας τραυματίζει.
“μου τρύπησε το δάχτυλο μια αγκίδα στο πάτωμα”
Μεταφορικά: ο πονηρός, ύπουλος και ραδιούργος, που μας ρίχνει σε έριδες. “είναι κακή αγκίδα ελόγου του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκίδα:  /ἡ/ (ἀκίς) = ἄκανθα, αὶχμή, ἄνθρωπος ραδιοῦργος προκαλῶν διενέξεις. «ἀγκίδα τ’ κακοῦ».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀγκίδα (ἡ): μικρή, σάν βελόνα, σκίζα ξύλου, (ΑΡΧ. ἀκίς)

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


 Ἀγκίδα = αἰχμή, αἰτία γιά διένεξη, εἶσαι σύ μία ἀγκίδα; (ἕνας διαβολεύς)

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
η λέξη αγκίδα ανάγεται στο μσν. αγκίδα και αυτό, με τη σειρά του, στο αρχ.ελλ. Ἀκίς (= βελόνα, αγκίδα) με ηχηροποίηση του μεσοφωνηεντικού [k > g] η οποία υποβοηθήθηκε από παρασύνδεση με τα (απώτατα συγγενικά, από ινδ.-ευρ. *ank-/*ak-) αγκυλώνω, αγκίστρι

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.