κορνιζόνη 28 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κορνιζόνη /ἡ/ ἀρχ. (κορωνίς, Ἰ. cornice) = ἀέτωμα, στεφάνι, κορνίζα.