αμπότσο (το)
υπόδειγμα, σχέδιο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπότσο: /τὸ/ (Ἰ. abbozzare) = σχέδιον, τύπος, ὑπόδειγμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἀμπότσο (τό): ὑπόδειγμα, σχέδιο, προσχέδιο ζωγράφων, γλυπτῶν, (BEN. abozzo).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου