ξεμυτάω και ξεμυτίζω
- κάνω μύτη σε μολύβι, σε ξύλο ή άλλο αντικείμενο.
- βγαίνω από το σπίτι μου για την εξοχή ή αλλού με μεγάλη κακοκαιρία.
φράσεις: “Μωρέ, δεν ξεμυτάει ρουθούνι”, λόγω κακοκαιρίας. “Τα κατάφερα και ξεμύτισα, αλλά έγινα μούσκεμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεμ(υ)τάω -ίζω (ἐκ-μύζω, μύτη) = ὀξύνω τὴν αἰχμὴν ξύλου, μολυβδίδος κ.τ.ὅ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεμυτίζω § λεπτύνω τὴν ἄκραν ξυλαρίου ἢ κονδυλίου, ποιῶ αὐτὴν λεπτήν, ὡς μύτην (ῥίνα).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου