αναδοσά
δυσφορία, αδημονία, περιμένω αγωνιώντας
“Μου έρχεται αναδοσά” – “Δεν μπορώ να σταθώ στο ίδιο μέρος” – “Κάθομαι στα καρφιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναδοσὰ: /ἡ/ (ἀνὰ-δεύω κατὰ σύγχ. ἀναδίδω) = ἀδημονία πρὸς κίνησιν, δυσφορία διὰ τὴν ἀκινησίαν, ἀγωνία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αναδοσιά, αναδοσά, δυσφορία. Απ΄το ρήμα αναδίνω. Η πρώτη λέξη “ανά” είναι το στερητικό -α- (όχι η πρόσθεση), ενώ η δεύτερη είναι το ρήμα δίνω στη νέα ελληνική ή δίδωμι στην αρχαία. Έχω, λέμε, κάτι σαν αναδοσά. (Η ίδια λέξη στην αρχαία είναι ανάδοσις).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀναδοσά, § ἀδημονία.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου