β(ου)λιάζω
Β(ου)λιάζω (βολίζω) = καταβυθίζω -ομαι, καταποντίζω -ομαι, καταστρέφω -ομαι. (βουλιάζω)
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βουλιάζω = βυθίζω τι (κυρ. εἰς τὸ ὕδωρ), Μέσ. § βυθίζομαι. Π. Τὸ ᾿σπίτι μας ἐβούλιαζε. Ἐκ τούτων καὶ βούλιασμα = βύθισμα.
Σημ. Ἐκ τοῦ βουλίζω. Ὁ Βυζ. γρ. βουλῶ καὶ βούλημα, ὁ δὲ Βλάχος γρ. τὴν μετοχ. Βουλισμένος (γρ. _βουλισμένος) ).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου