Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

β(ου)λιάζω

Β(ου)λιάζω (βολίζω) = καταβυθίζω -ομαι, καταποντίζω -ομαι, καταστρέφω -ομαι. (βουλιάζω)

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βουλιάζω = βυθίζω τι (κυρ. εἰς τὸ ὕδωρ), Μέσ. § βυθίζομαι. Π. Τὸ ᾿σπίτι μας ἐβούλιαζε. Ἐκ τούτων καὶ βούλιασμα = βύθισμα.

Σημ. Ἐκ τοῦ βουλίζω. Ὁ Βυζ. γρ. βουλῶ καὶ βούλημα, ὁ δὲ Βλάχος γρ. τὴν μετοχ. Βουλισμένος (γρ. _βουλισμένος) ).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.