βόλι (το)
παιδικό παιγνίδι.
Παίζοταν είτε με μικρές πετρούλες δισκοειδείς και πλακοειδείς ή με ευτελή νομίσματα, δεκάρες, πενηνταράκια κ.λπ., αλλά και με κάρτες από πακέτα τσιγάρων (από ενήλικες)
Στήνουν την πέτρα ή ένα βάζο -βαζόγαλο το έλεγαν, (βόλι-στόχος) και κατόπιν οι παίχτες, σημαδεύοντας με πλακουτσές πέτρες ή κεραμίδια, προσπαθούσαν να πλησιάσουν κοντά στο βόλι, ή να το ρίξουν μέσα στην περίπτωση του βάζου. Η βολή γινόταν βεβαια απο κάποια απόσταση. Όποιος πήγαινε πιο σιμά ήταν ο νικητής.
Αν έπαιζαν με πέτρες, αυτός που πλησιάζε πιο πολύ τις έπαιρνε δικές του και τις εξαργύρωνε με καμιά δεκάρα που του έδιναν οι άλλοι απ΄ την ομάδα των παιχτών.
Αν χρησιμοποιούσαν για βόλι δεκάρες, τότε ο πλησιάσας περισσότερο ή τις έπαιρνε, συνήθως όλες τις γύρω από τη δική του, ή τις έβανε στην παλάμη του και τις έριχνε κορόνα-γράμματα. Αν έχανε, εν όλω ή εν μέρει, τότε τις έριχνε ο δεύτερος, ο τρίτος κ.λπ.
Αν το βόλι παιζόταν από μεγαλύτερα παιδιά, ή άντρες, αποκτούσε άλλο ενδιαφέρον γιατί γινόταν πλέον τυχερό παιχνίδι για χρηματικὀ κέρδος.
Τα τελευταία χρόνια που παίζοταν το παιχνίδι, αντί για πετρούλες ή νομίσματα τα παιδιά χρησιμοποιούσαν φιγούρες που έβρισκαν μέσα σε περιτυλίγματα από σοκολάτες, ξηρούς καρπούς κ.ά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Βόλ(ι) /τὸ/ (βάλλω) = ὁ λίθινος στόχος παιδιᾶς ἐγκειμένης εἰς τὴν εὐθυβολίαν ἢ τὴν προσέγγισιν δισκοειδῶν λίθων τοὺς ὁποίους βάλλουσιν οἱ παῖκται ἐξ ἀποστάσεως.