Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανεμίζω

  1. κουνάω κάτι στον αέρα: “ανέμιζε το μαντήλι και αποχαιρετούσε τον αδερφό της”.
  2. πετώ στον αέρα τα άχυρα και τον καρπό του σιταριού, κριθαριού κ.λπ. ώστε να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνεμίζω: (ἄνεμος) = ἀποχωρίζω τὸν καρπὸν τοῦ σίτου, κριθῆς κλπ. δημητριακῶν   ἀπὸ τῶν ἀχύρων τῇ βοηθείᾳ τοῦ ἀνέμου δι’ ἀναρριπίσεως, κινῶ πρᾶγμα τι εἰς τὸν ἄνεμον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀνεμίζω, ἰδ. λιχνίζω

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.