ανεμίζω
- κουνάω κάτι στον αέρα: “ανέμιζε το μαντήλι και αποχαιρετούσε τον αδερφό της”.
- πετώ στον αέρα τα άχυρα και τον καρπό του σιταριού, κριθαριού κ.λπ. ώστε να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνεμίζω: (ἄνεμος) = ἀποχωρίζω τὸν καρπὸν τοῦ σίτου, κριθῆς κλπ. δημητριακῶν ἀπὸ τῶν ἀχύρων τῇ βοηθείᾳ τοῦ ἀνέμου δι’ ἀναρριπίσεως, κινῶ πρᾶγμα τι εἰς τὸν ἄνεμον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀνεμίζω, ἰδ. λιχνίζω
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου