Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βόα (η)

Η “βόα” είναι τραγούδια τρατολόγων “λαμνοκόπων” (=κωπήλάτες).

Για να κρατούν τον ρυθμό στο κουπί αλλά και για να μην υπολογίζουνε την κούραση φκιάνανε στιχάκια σατυρικά, ερωτικά.

Στα πανηγύρια, επειδή λοιπόν οι οργανοπαίκτες τραγουδούσαν με το στόμα και οι γυναίκες χόρευαν γυναικείο χορό, τα τσιλίμπρια, οι άντρες είχαν αντρικό χορό τη βόα. Οι άντρες χόρευαν την βόα αναπαριστάνοντας πως τραβούσαν κουπί ή κρόκο (=μακρύ ή φαρδύ σκοινί) στην τράτα.

Ο Γιάννης Καράμπαλος έδωσε τα παρακάτω τραγούδια της βόας:

“Άντ΄ ούλοι άρτσα, άντ΄ ούλοι μπρος άντε να πάμε στο καλό.
Η τράτα μας η κουρελού, σήμερα δω κι αύριο αλλού.
Τράβα το, πούστη μ΄, τράβα το και η φοβάσαι θάνατο.
Τράβα το πούστη μ’ , το κουπί και μη μου βρίσκεις αφορμή.
Τράβα το και σπάσε το και στη κουβέρτα βάλε το.”

“Ο Γιάννος και η Μαριγώ,
μάνα μου, μανούλα μου,
σ΄ ένα σκολειό πηγαίνανε
Μάνα μου καημένη μάνα
Ο Γιαννιός μάθε γράμματα
μάνα μανούλα μου
και η Μαριγώ τραγούδια.
Μάνα καημένη μάνα.
και κει αγαπιότανε τα δυο,
μάνα μανούλα μου
και κανένας δεν το ξέρει.
Μάνα καημένη μάνα.
Μια Κυριακή Χριστούγεννα
και μια καλήν ημέρα,
ο Γιαννιός αποφάσισε
της μάνας του το λέει.
Μάνα τη Μαριγώ αγαπώ,
μάνα μου μανούλα μου,
και τη θέλω να την ΄πάρω
Μάνα καημένη μάνα.
Μα η Μαριγώ είναι ξαδέρφη σου,
μωρέ ξεπατωμένο και νεκροστολισμένο.
Ο Γιαννιός τότε αρρώστησε,
μάνα μου μανούλα μου
και γιατρειά δεν έχει.
Μάνα καημένη μάνα
Κι ο Γιαννιός τότε πέθανε,
μάνα μου μανούλα μου
κι η Μαριγώ τον κλαίει
μάνα καημένη μάνα
Στο γράμμα που της άφησε, ο Γιαννιός έχει γράψει:
Όταν θα σου τα φέρουνε τα κόλυβά μου φάτα
και πες Θεός σχωρέστονε τον νέο που μ΄ αγάπα.
Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου
σκούξε και βγάλε μια φωνή, πάει η παντοχιά σου.”

“Την τράτα μου, την πούλησα, την έβαλα στο άσσο,
δεκάρα δεν μ΄ απόμεινε, ένα φίλο να κεράσω.
Έγεια μόλα εγεια λέσα, είσαι θάλασσα μπαμπέσα,
Να ΄τανε να γινότανε η Άγια Μαύρα πόλη,
η Πρέβεζα παλιόκαστρο, η Άρτα περιβόλι,
οι Αρτινές περβολαριές κι εγώ περιβολάρης”

” Βόα της τράτας

Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι<
Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι
Η τράτα αυτή ήτανε του γέρο-Κονιδάρη (του Σκαμπανέα)
είχε το γέρο Μουστακλή στην πλώρη σαν λεχάρι!
Με βόα ξεκινήσαμε για τον Αμβρακικό
στην Κόπραινα εφτάσαμε κι εκάμαμε χωριό!
Πρωί εξεκινήσαμε να πάμε για δουλειά,
στη σπιάτζα εκαλάραμε και στο φανάρι μια (καλάδα),
του τρατολόου το βρέξιμο είναι μεγάλο χάλι
άσπριζε αυτός ο σάκος μας μαζί και το πετσάλι.
Άσπριζε σαν τον Όλυμπο με τα πολλά τα χιόνια
που κατοικούσανε θεοί τα παλαιά τα χρόνια”

“Η τράτα μας η κουρελού η μυριομπαλωμένη
όλο τον κόσμο ψάρεψε αχόρταη όμως μένει.
Εβίρα μια-στα κουπιά. Εβίρα δυο-στο γυαλό
Ελένη από τη Μπούχαλη και Ντίνα απ΄ το Μουρτάρη
Πότε θα σμίξουμε τα δυο να γίνουμε ζευγάρι;”

βλ. βόγα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.