Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βόγα (η)

βόγες λένε τα έμμετρα αυτοσχέδια τραγουδάκια, που σκάρωναν οι τρατολόγοι του νησιού, ιδιαίτερα της Κατούνας-Λυγιάς και που τα προσάρμοζαν στο ρυθμό της ομαδικής κωπηλασίας τους.

“Όρτσα να πάει, τράβα το, λεβέντη μ΄, το κουπί σου.
Άρτσα να μπει, να φτάσομε, παιδιά μου, στην καλάδα,
να βγούμε, να καλάρουμε να βγάλομε τα ψάρια,
που πιάστηκαν στα δίχτυα μας, γώπες και καλαμάρια,
γαύρους, σαρδέλες, κι αστακούς, σταυρίδια και γωπάρια.”
(βόγα από τη Λυγιά).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βόγα /ἡ/ (Ἰ. voga) = τὸ ἔμμετρον αὐτοσχέδιον ἆσμα διὰ τοῦ ὁποίου συγχρονίζεται ἡ ὁμαδικὴ κωπηλασία εἰς τὸ τρατοκάϊκο, ἡ κωπηλασία στὸ τρατοκάϊκο.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. και βόα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.