Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανεμοδιώχτης (ο)

στον πληθυντικό. Μέρος του ανεμόμυλου. Δυο μεγάλες σανίδες που καρφώνονταν σε όλο το μήκος του καβαλάρη και που κάλυπταν τα κενά που άφηναν οι κάθετες σανίδες της στέγης στο σημείο που εσμιγαν, γαι να μην μπαίνει αέρας ή το νερό της βροχής μέσα στο μύλο. Προφύλαγαν δηλαδή τη σκεπή όπως ακριβώς τα κεραμίδια στους καβαλάρηδες των σπιτιών.

Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.