βιάτζο (το)
περίπατος, ταξίδι: “εβήκα βιάτζο”, δηλ. βγήκα περίπατο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιάτζο /τὸ/ (Ἰ. viaggio) = ἀποδημία, περιήγησις, ταξείδιον, περίπατος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
περίπατος, ταξίδι: “εβήκα βιάτζο”, δηλ. βγήκα περίπατο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιάτζο /τὸ/ (Ἰ. viaggio) = ἀποδημία, περιήγησις, ταξείδιον, περίπατος.