Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάρινος -η -ο

από ξύλο καρυδιάς φκιαγμένο.
Καταγρ. του 1851: “κομός κάρινος” – 1748: “κασέλλα κάρινη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


κάρινος (ὁ): ἀπό ξύλο καρυδιᾶς.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι):

” … Κάρυνο είναι το σκαφίδι και μεταξωτή είν΄ η σήτα
και πανώρια η αναπιάστρα που αναπιάνει το προζύμι…”

Μπολίτσα στο χρόνο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.