Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φόσσα (η)

λάκκος, χαντάκι, τρύπα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φόσσα /ἡ/ (Ἰ. fossa) = τάφρος, βόθρος, λάκκος, διῶρυξ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


φόσσα  (ἡ): τάφρος, βόθρος, λάκκος, (BEN. fossa).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.